- ἀνεπιμιξία
- ἀν-επι-μιξία, Mangel an Verkehr; Reinheit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ανεπιμιξία — η (Α ἀνεπιμιξία) νεοελλ. η αποφυγή επιμιξίας μεταξύ διαφορετικών φυλών ή εθνοτήτων αρχ. η έλλειψη επαφών ή συναλλαγών μεταξύ χωρών … Dictionary of Greek
ἀνεπιμιξίας — ἀνεπιμιξίᾱς , ἀνεπιμιξία want of intercourse fem acc pl ἀνεπιμιξίᾱς , ἀνεπιμιξία want of intercourse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπιμιξίαν — ἀνεπιμιξίᾱν , ἀνεπιμιξία want of intercourse fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπίμικτος — ἀνεπίμικτος, ον (Α) [επίμικτος] 1. μη αναμεμιγμένος με κάτι, καθαρός από ξένη πρόσμιξη 2. μη ερχόμενος σε επαφή με άλλους, ακοινώνητος, αποξενωμένος 3. (για τόπο) μη συχναζόμενος από ξένους 4. το ουδ. ως ουσ. το ανεπίμικτον η ανεπιμιξία* … Dictionary of Greek